- κοσμοφθόρος
- κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [τής Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος].
Dictionary of Greek. 2013.